Biographie
(Ελληνικά)Ο Γιάννης Γαΐτης γεννήθηκε στην Αθήνα. Ενδεικτικό της έφεσής του στη ζωγραφική είναι το γεγονός ότι όταν ήταν 16 ετών δημοσιεύεται σχέδιο του στην εφημερίδα Η Βραδινή. Από το 1942 έως το 1948 φοιτά στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Το 1944 πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση στο ατελιέ του, που βρίσκεται στο σπίτι του. Από τότε το ατελιέ μετατρέπεται σε τόπο συνάντησης προσωπικοτήτων των τεχνών και της λογοτεχνίας όπως ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Μίνως Αργυράκης, και ο Οδυσσέας Ελύτης. Το 1947 πραγματοποιεί έκθεση στον Αθηναϊκό Λογοτεχνικό Όμιλο Παρνασσό, με 34 πίνακες στους οποίους εμφανίζονται στοιχεία κυβισμού και υπερρεαλισμού αλλά η κριτική αποδοχή δεν είναι θετική. Τον ίδιο χρόνο ιδρύει μαζί με τον Αλέκο Κοντόπουλο την ομάδα καλλιτεχνών Ακραίοι, εναντίον της ακαδημαϊκής ρεαλιστικής τέχνης. Από το 1950 προστίθεται στις ενασχολήσεις του η δημιουργία κοστουμιών και σκηνικών θεάτρου. Το 1954 παρουσιάζει έργα που είχε φιλοτεχνήσει τα προηγούμενα 7 χρόνια (ελαιογραφίες, ακουαρέλες και σχέδια με γεωμετρικό και εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα, βιόμορφα και αφηρημένα γλυπτά) σε έκθεση στο ξενοδοχείο Κεντρικόν, της οποίας τον κατάλογο προλόγισε ο Άγγελος Προκοπίου. Η έκθεση γίνεται πεδίο συζητήσεων και διαφωνιών αλλά και μία από τις αφορμές για να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Τον ίδιο χρόνο παντρεύεται τη γλύπτρια Γαβριέλα Σίμωσι, η οποία υπήρξε πηγή έμπνευσης για έργα του από τότε που τη γνώρισε στην ΑΣΚΤ, και ένα μήνα αργότερα εγκαθίστανται μαζί στο Παρίσι. Ο Γαΐτης εκπαιδεύεται στην Ecole des Beaux Arts και στην Ακαδημία Grande Chaumiere και επικεντρώνεται στην παραγωγή έργων στο ύφος της χειρονομιακής, άμορφης τέχνης και στον πειραματισμό μέσω της αναπαραγωγής αφηρημένων έργων. Το 1955 αρχίζει να συμμετέχει σε ομαδικές εκθέσεις σε γαλλικό έδαφος, όπως στην Artists étrangers en France (1955) στο Petit Palais, Premiere exposition international d’art plastique contaimporain (1956) στο Μουσείο Καλών Τεχνών του Δήμου Παρισίων. Το 1957 διοργανώνεται η πρώτη του ατομική έκθεση στο Παρίσι από τη γκαλερί Diderot, και μέσα στον ίδιο χρόνο παρουσιάζει έργα του στην ομαδική έκθεση Micro Salon d’avril στη γκαλερί Iris Clert μαζί με καλλιτέχνες όπως ο César, Max Ernst, Jean Fautrier, Pablo Picasso. Το 1958, γεννιέται η κόρη του, Λορέττα. Τον επόμενο χρόνο εκθέτει τη σειρά Φυλλώματα, 1959 στη γκαλερί Ζυγός, η οποία βασίζεται εξ ολοκλήρου στο ύφος της άμορφης ζωγραφικής. Το 1962 γίνεται μέλος της ομάδας Κέντρα, με σκοπό τη συνύπαρξη και τη συνεργασία καλλιτεχνών που την απαρτίζουν και ταυτόχρονα παράγει έργα με βασικό εργαλείο το σώμα του και τον εγγενή αυθορμητισμό του. Από το 1964, κάνει τα πρώτα του βήματα προς μία νέα πρόταση παραστατικής ζωγραφικής και συμμετέχει σε σειρά εκθέσεων που οργανώνει ο Gérald Gassiot-Talabot, θεωρητικός της Figuration narrative (αφηγηματική αναπαράσταση), με εναρκτήρια την Mythologie Quotidienne, όπου εκθέτει έργα που απεικονίζουν εξωπραγματικούς τόπους με φανταστικά όντα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Δήμου Παρισίων. Το 1967, οι δημιουργίες του, εμφανώς πολιτικοποιημένες, στέκονται ανοιχτά κατά της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα, όπως το έργο Tiens!, H Δολοφονία της Ελευθερίας και Οι Στρατιωτικοί, όπου ομάδα στρατιωτών πυροβολούν ένα περιστέρι. Την ίδια περίοδο περνά ένα διάστημα στη Βραζιλία και παρουσιάζει νέα δουλειά του σε γκαλερί και στη Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Το 1968 αποτελεί χρονιά ορόσημο για την μέχρι τότε πορεία του, γιατί τότε συστήνει το ανθρωπάκι, το πιο αντιπροσωπευτικό στοιχείο της πρακτικής του, μια απρόσωπη φιγούρα, άλλοτε μόνη και άλλοτε επαναλαμβανόμενη, σε πλάγια συνήθως όψη. Το τοποθετεί σε σκηνικά όπως το τσίρκο, παρελάσεις, πανηγύρια, κοινωνικές εκδηλώσεις, λούνα παρκ και πλατείες και σε εικόνες που αναφέρονται σε κοινωνικά φαινόμενα της ομογενοποίησης, της μαζικής κατανάλωσης και της απομόνωσης. Το 1969 συνάπτει σχέση με την καλλιτέχνιδα Άννη Κωστοπούλου, η οποία θα γίνει σύντροφός του, δουλεύει τις πρώτες του κατασκευές και εξελίσσει τη μορφή που παίρνουν τα ανθρωπάκια του στο μουσαμά και στο ξύλο. Μετά από δύο χρόνια γυρίζεται ταινία αφιερωμένη στο έργο του από τον Serge Bergon, με τίτλο Gaitis le Baladin, 1971. Το 1973 παρουσιάζει στην αίθουσα τέχνης Δεσμός μια εγκατάσταση με ανθρωπάκια από ξύλο σε φυσικό μέγεθος στην έκθεση Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός όπως και ένα χρόνο αργότερα στην έκθεση Έκθεση και θεατές, Διάλεξη, και Κηδεία της ζωγραφικής στον ίδιο χώρο. Το 1974 η Circle Gallery διοργανώνει περιοδεύουσα έκθεση στις ΗΠΑ μετά το πέρας της οποίας ο ίδιος θα επιστρέψει στην Ελλάδα. Το ίδιο χρόνο πειραματίζεται με τους τρόπους παρουσίασης των έργων του, θέλοντας να απευθυνθεί σε πιο διευρυμένο κοινό, και έτσι ζωντανεύει τα ανθρωπάκια του σε δημόσιους χώρους όπως σε happening στο καρναβάλι της Πάτρας και σε παρέλαση στις Βρυξέλλες στο πλαίσιο των Ευρωπάλια ’82. Το 1983 διοργανώνεται αναδρομική του έκθεση στο πολυκατάστημα Minion, μετά από λίγο καιρό όμως αρρωσταίνει σοβαρά και πηγαίνει στη Νέα Υόρκη. Δεν παύει να δουλεύει και δημιουργεί αυτοπροσωπογραφίες με μαρκαδόρο αποτυπώνοντας την κατάσταση του. Τον επόμενο χρόνο επιστρέφει στην Ελλάδα και παρευρίσκεται στην αναδρομική έκθεση του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη λίγο πριν τα εγκαίνια. Έξι μέρες μετά το άνοιγμα της έκθεσης αφήνει την τελευταία του πνοή στην Αθήνα. Πέρα από την εικαστική του δραστηριότητα, ο Γαΐτης ασχολήθηκε και με τη σκηνογραφία, με τη δημιουργία παιχνιδιών, επίπλων, πιάτων και υφασμάτων ενώ σχεδιαστές όπως ο Γιάννης Τσεκλένης έχουν αναπαράγει το έργο του στις δημιουργίες τους. Η πιο πρόσφατη αναδρομική του έκθεση έλαβε χώρα στο Μουσείο Μπενάκη (2006). Σημαντική μονογραφία για το έργο του αποτελεί εκείνη με τον τίτλο Γιάννης Γαΐτης: « Ένας Επαναστάτης Δημιουργός » (1980) από τις εκδόσεις Πολύπλανο, ενώ η πιο πρόσφατη έχει τίτλο Γιάννης Γαΐτης (2009) και ανήκει στη σειρά Σύγχρονοι Έλληνες Εικαστικοί από τις εκδόσεις του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη.
Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια