SEARCH AND PRESS ENTER
Jean Xceron

Jean Xceron

Greek / American
1890 – 1967

Biographie

(Ελληνικά)

Ο Ιωάννης Ξηρόκωστας, γνωστός ως Jean Xceron, γεννήθηκε στο χωριό Ισάρι, στην Αρκαδία, το 1890. Ο πατέρας του, Πέτρος Ξηρόκωστας, ήταν σιδηρουργός. Ο Xceron από μικρή ηλικία έρχεται σε επαφή με την ελληνική ιστορία και τη βυζαντινή παράδοση, και δημιουργεί τοιχογραφίες με πορτραίτα ηρώων της επανάστασης στο πατρικό του σπίτι, γλυπτικές κατασκεύες από κομμάτια σιδήρου, σύρμα χαλκού και άλλα υλικά από το κατάστημα του πατέρα του, καθώς και χαρακτικά σε πέτρα. Το 1904 εγκαθίσταται στο Pittsburgh των ΗΠΑ με την οικογένειά του. Για τα επόμενα 6 χρόνια δουλεύει για μικρές επιχειρήσεις συγγενών του ως πωλητής, λούστρος και καθαριστής στο Pittsburgh, την Indianapolis και τη Νέα Υόρκη. Παράλληλα ζωγραφίζει πορτραίτα για την ελληνική κοινότητα. Το 1910 μετακομίζει στην Washington, D.C. και το 1912 εγγράφεται στη Corcoran School of Art όπου μελετά την κλασική αρχαιότητα καθώς και παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά της Ραβέννας, ενώ δουλεύει με γύψινα εκμαγεία και ακουαρέλες. Την ίδια περίοδο αφυπνίζεται το ενδιαφέρον του για τις εξελίξεις στη σύγχρονη τέχνη, όταν βλέπει για πρώτη φορά έργα από τη συλλογή του Alfred Stieglitz, με αφορμή έκθεση που διοργάνωσαν οι συμφοιτητές του George Lohr και Charles Logasa το 1916. Το 1920, μεταβαίνει στη Νέα Υόρκη και αποκτά φιλικές σχέσεις με τους καλλιτέχνες Joaquin Torres-Garcia, Max Weber, Abraham Walkowitz και Joseph Stella. Τα επόμενα δύο χρόνια, συμμετέχει στις εκθέσεις των Ανεξαρτήτων της Νέας Υόρκης στο Waldorf Astoria Hotel, και επικεντρώνεται στη μελέτη καλλιτεχνικών κινημάτων της Ευρώπης με έμφαση στο έργο του Cezanne. Τότε ξεκινά να εγκαταλείπει τις ρεαλιστικές λεπτομέρειες στους πίνακες του και να προσεγγίζει κυβιστικά τα θέματα του. Εντωμεταξύ γνωρίζει την Mary Dorros, την οποία αργότερα θα παντρευτεί, και αποκτά στενή επαφή με τον αδερφό της Theodore, συγγραφέα και διανοούμενο, ο οποίος συμβάλλει ενεργά στην πνευματική του ανάπτυξη. Το 1927 ταξιδεύει στο Παρίσι όπου παραμένει για τα επόμενα 10 χρόνια. Παράλληλα γράφει ως κριτικός τέχνης για την Boston Evening Transcript και την έκδοση της Chicago Tribune στο Παρίσι και έτσι γίνεται αμέσως αποδεκτός στους σύγχρονους καλλιτεχνικούς κύκλους της πόλης, έχοντας στο δυναμικό του άρθρα για καλλιτέχνες όπως οι Piet Mondrian, Theo Van Doesburg, Fernard Léger, Hans Arp και Mikhail Larionov, των οποίων τα στούντιο επισκεπτόταν συχνά. Μέχρι και τα πρώτα χρόνια παραμονής του στο Παρίσι το ζωγραφικό του έργο το γνωρίζουν μόνο οι Joaquin Τorres-Garcia, Theodore Dorros, Tériade, Μιχάλης Τόμπρος και Christian Zervos, ώσπου το 1931 ο τελευταίος, ως εκδότης του περιοδικού Cahiers d'Art, διοργανώνει την πρώτη του ατομική έκθεση στη Galèrie de France παρουσιάζοντας μία σειρά μετα-κυβιστικών καμβάδων, στους οποίους εκδηλώνει τις πρώτες τάσεις απομάκρυνσης από τη σταθερή φόρμα, αντικαθιστώντας ορθογώνιες με καμπυλόγραμμες φόρμες, υιοθετώντας ρυθμική κίνηση της γραμμής, και χρησιμοποιώντας κυρίως αποχρώσεις του γκρι. Τα επόμενα χρόνια, εστιάζει στην αμιγώς γεωμετρική απόδοση του χώρου και εισάγει τα πρώτα δομικά μοτίβα και πλέγματα στα έργα του. Σταδιακά οι πίνακες του αποκτούν πιο περίπλοκες μορφές και ζωντανά χρώματα σε συνδυασμό με έντονες μαύρες γραμμές, ενώ το φως εκπέμπεται από τα ίδια τα χρώματα και τείνει προς τις άκρες της εκάστοτε φόρμας. Αυτά θα παραμείνουν τα βασικά εκφραστικά του μέσα για το υπόλοιπο της πορείας του, τα οποία τον καθιερώνουν. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930 έχει ήδη συνδεθεί με τις ομάδες καλλιτεχνών Cercle et Carré, Abstraction-Création και Surindépendants. Το 1935, εκθέτει στην γκαλερί Garland στη Νέα Υόρκη, και έρχεται σε επαφή με τους David Smith και James Johnson Sweeney, οι οποίοι προωθούν το έργο του. Το 1937 πραγματοποιεί έκθεση στη Nierendorf Gallery, όπου η Hilla von Rebay, πρώτη διευθύντρια του μουσείου Guggenheim, αγοράζει έργο του. Στη συνέχεια εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη, συνδέεται με την ομάδα των American Abstract Artists (AAA) και γίνεται ένας από τους λιγοστούς αφηρημένους καλλιτέχνες της εποχής με διεθνή φήμη που συμμετέχει σε εθνικούς διαγωνισμούς. Ύστερα προσλαμβάνεται από το WPA Federal Art Project για την εκτέλεση αφηρημένης τοιχογραφίας για το ξωκλήσι στο Rikers Island Penitentiary, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την μέχρι τότε προτίμηση του προγράμματος σε καλλιτέχνες κοινωνικού ρεαλισμού. Το 1939 ξεκινάει να απασχολείται στο Solomon R. Guggenheim Museum, θέση που θα κρατήσει μέχρι το τέλος της ζωής του. Τα επόμενα χρόνια ενώ βρίσκεται και δρα ανάμεσα σε σημαντικούς καλλιτέχνες της ελληνοαμερικανικής κοινότητας όπως οι Polygnotos Vagis, Kimon Nicolaides, Aristodimos Kaldis, George Constant, Theodoros Stamos, William Baziotis, Peter Voulkos και Michael Lekakis, ο ίδιος ξεχωρίζει ως πρωτοπόρος στο είδος του, και παραμένει πιστός στη διερεύνηση των δυνατοτήτων της γεωμετρικής αφηρημένης ζωγραφικής την οποία λίγοι εκπροσώπησαν με αντίστοιχη ευρηματικότητα. To 1965 πραγματοποιείται αναδρομική του έκθεση στο Solomon R. Guggenheim Museum και το 1966 η Εθνική Πινακοθήκη αγοράζει έργα του από έκθεση που έλαβε χώρα στο Ζάππειο, σε συνδιοργάνωση του Υπουργείου Παιδείας και του Μουσείου Guggenheim. Το 1967 αφήνει την τελευταία του πνοή στη Νέα Υόρκη. Μεταξύ άλλων, έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις στους εξής χώρους τέχνης: Galerie Percier (1933, 1934) στο Παρίσι, Museum of New Mexico (1948) στο Santa Fe, UCLA Art Gallery (1949) στην California, Santa Barbara Museum of Art (1949) στην California, Henry Art Gallery (1949) στη Washington, D.C., Janis Gallery (1950) στη Νέα Υόρκη, Rose Fried Gallery (1955, 1957, 1960) στη Νέα Υόρκη, Newcomb College (1957) στη Louisiana. Έργα του βρίσκονται στις συλλογές ιδρυμάτων και μουσείων τέχνης όπως τα: Cahiers d’Art στο Παρίσι, Phillips Memorial Gallery στη Washington, D.C., Museum of Modern Art στη Νέα Υόρκη, Museum of Living Art στη Νέα Υόρκη, Solomon R. Guggenheim Museum στη Νέα Υόρκη, Museum of Fine Arts του Πανεπιστημίου της Georgia, Berkshire Museum στη Μασαχουσέτη, Carnegie Institute στην Pennsylvania, Smith College στη Μασαχουσέτη, Staatliche Kunsthalle Karlsruhe στη Γερμανία, Tel-Aviv Museum στο Ισραήλ. Έχει λάβει ανώτατο παράσημο από το ελληνικό κράτος για την προσφορά του στην τέχνη.

 

Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια