SEARCH AND PRESS ENTER
Aglae Liberaki

Aglae Liberaki

Greek
1923 - 1985

Biographie

(Ελληνικά)

Η Αγλαΐα Λυμπεράκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1923. Μεγάλωσε με τον παππού της, τον σημαντικό Έλληνα εκδότη Φέξη αλλά ο πατέρας της ήταν εκείνος που τη μύησε στις πρώτες της μικροκατασκευές οι οποίες ήταν αετοί, φλογέρες και γυροσκόπια. Το 1943 εισάγεται στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου σπουδάζει γλυπτική με δάσκαλο τον Μιχάλη Τόμπρο. Το 1947, μετά από ένα σύντομο ταξίδι στο Παρίσι, παντρεύεται τον ζωγράφο Γιάννη Μόραλη. Τον επόμενο χρόνο αποκτά το γιό τους, Κωνσταντίνο, και το γεγονός αυτό την στρέφει στη δημιουργία σειράς έργων από γύψο με θέμα τη μητρότητα, ενώ παράλληλα ασχολείται με την ξυλογραφία. Το 1949 πραγματοποιεί την πρώτη της έκθεση στο Ζάππειο με την ομάδα Αρμός, όπου, με αφετηρία την ανθρώπινη μορφή, παρουσιάζει ολόσωμες συνθέσεις σε φυσικό μέγεθος με αφηρημένους όγκους. Ένα χρόνο μετά ξεκινά να κατασκευάζει κοσμήματα από βότσαλα και σύρματα και γνωρίζει τον γλύπτη Henry Moore στο εργαστήριό της, ο οποίος ενθαρρύνει τη γλυπτική της δραστηριότητα. Από το 1952 δημιουργεί μεγάλους χρωματιστούς γύψους και από το 1955 μοιράζει τη ζωή της και τη δουλειά της ανάμεσα στην Ύδρα και τη Γαλλία. Εκείνη την περίοδο δουλεύει τον ορείχαλκο, ενώ στα τέλη του 1950 και στις αρχές του 1960 συνθέτει τα πρώτα οξυγονοκολλημένα γλυπτά που αναπαριστούν κυρίως πουλιά όπως κουκουβάγιες, τράγους και άλλες φανταστικές μορφές που χαρακτηρίζονται από έντονες αλλοιώσεις, διογκώσεις και αφαιρέσεις. Από το 1963 το τοπίο της Ύδρας διαφαίνεται όλο και περισσότερο στην γλυπτική της καθώς πλάθει φόρμες γωνιώδεις, επιθετικές και πυκνές, με κεραίες, ραβδώσεις και δαγκάνες που άλλοτε αναπαριστούν σπήλαια και άλλοτε παραπέμπουν σε μορφολογικά στοιχεία του νησιού. Από το 1964 σταδιακά εγκαταλείπει την επεξεργασία του ορείχαλκου και περνά στην άμεση λάξευση της πέτρας και του μαρμάρου με παραδοσιακά εργαλεία, αλλάζοντας ριζικά την ποιότητα των επιφανειών της και παράγοντας λείες, καμπυλόγραμμες φόρμες. Τα εξωτερικά μέρη των γλυπτών της είτε ως κοφτερά, πληθωρικά σχήματα, είτε ως άνετοι και μαλακοί όγκοι, εναλλάσσονται με ευελιξία γύρω από το κέντρο. Από το 1972 προσθέτει και το στοιχείο της ρωγμής στις δημιουργίες της και μετά το 1978 τη δομή του κόμβου, εμπλουτίζοντας το έργο της με την προβληματική του χώρου. Το 1976 συμμετέχει στο ελληνικό περίπτερο της Μπιενάλε της Βενετίας και την ίδια χρονιά λαμβάνει τον τίτλο Ιππότης της Τάξης Τεχνών και Γραμμάτων της Γαλλίας. Βασικές σταθερές και μορφοπλαστικές κατευθύνσεις που παρατηρούνται στα έργα της και την καθιερώνουν αποτελούν η έμφαση στην εσωτερικότητα, η αφαίρεση, η αξιοποίηση του φωτός και η κίνηση. Έχει παρουσιάσει έργα της σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στη Γαλλία, την Ιταλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ελλάδα, τον Καναδά, τη Δανία, το Βέλγιο, και την Πορτογαλία, σε χώρους και ιδρύματα όπως: Iris Clert (1957), Tartaruga (1957), Galerie de Verneuil (1962), Galerie de France (1970), Musée Fabre (1974), Musée d'Art Moderne de la Ville de Paris (1962), Musée Bourdelle (1971), Grand Palais (1979) κ.α. Έχει συμμετάσχει σε διεθνείς διοργανώσεις, ανάμεσά τους στη Μπιενάλε της Καρράρα (1967), τη Μπιενάλε της Ραβέννα (1972), τη Μπιενάλε Μικρογλυπτικής στην Πάντοβα (1981), τα Ευρωπάλια στο Βέλγιο (1982), τη Μπιενάλε Γλυπτικής στο Jouy sur Eure (1984). Έργα της βρίσκονται σε δημόσιους χώρους, όπως στο ξενοδοχείο Χίλτον της Αθήνας (1962), στην Τεχνική Σχολή Astier στην πόλη Aubenas της Γαλλίας (1979) και στο Τεχνικό Λύκειο Jules Verne στην κοινότητα Mondeville στην περιοχή της Νορμανδίας (1980). Η τελευταία της σημαντική έκθεση διοργανώθηκε από την Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας το 1986.

 

Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια