Biographie
(Ελληνικά)O Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910. Από την ηλικία των επτά άρχισε να ζωγραφίζει σε μεγάλες κόλλες χαρτί με παστέλ και να επεξεργάζεται εσωτερικές διακοσμήσεις κτιρίων που επισκέπτεται. Το 1925 εγκαθίσταται με τους γονείς του στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο αρχίζει να ασχολείται εντατικά με τη ζωγραφική και τη σκηνογραφία και να δοκιμάζει τις δυνατότητές του στην μετακυβιστική τέχνη. Το 1927 γνωρίζει τον Σωτήρη Σπαθάρη και παρακολουθεί παραστάσεις θεάτρου σκιών και το 1928 αρχίζει να φοιτά στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δασκάλους τους Δημήτριο Μπισκίνη, Δημήτριο Γερανιώτη, Γεώργιο Ιακωβίδη, Κωνσταντίνο Παρθένη, Θωμά Θωμόπουλο και Γιάννη Κεφαλληνό. Στη συνέχεια εγγράφεται στο εργαστήριο ζωγραφικής του Σπύρου Βικάτου και παράλληλα αναλαμβάνει την πρώτη του δουλειά στο θέατρο, για την παράσταση Πριγκίπισσα Μαλένα του Maurice Maeterlinck σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη. Το 1929 έρχεται σε επαφή με το πρόγραμμα του Λυκείου Ελληνίδων και το κατάστημα «Λαϊκές Τέχνες» τα οποία έδιναν έμφαση σε δημιουργίες που πραγματεύονταν παραδοσιακά θέματα. Νιώθοντας την ανάγκη για περισσότερη μελέτη της λαϊκής εφαρμοσμένης τέχνης και των παραδοσιακών ενδυμασιών, ξεκινάει περιήγηση σε όλη την Ελλάδα. Την ίδια περίοδο αναπαράγει τεχνοτροπίες της βυζαντινής ζωγραφικής, αρχικά ως μαθητής και βοηθός του Φώτη Κόντογλου και στη συνέχεια αυτόνομα. Από το 1934, ενώ τα τότε σχέδια, πίνακες και γραφή του είχαν στραφεί προς σουρεαλιστικούς και αφηρημένους προσανατολισμούς, επισκέπτεται την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη και γνωρίζει την κουλτούρα των ζεϊμπέκηδων. Το 1935 ταξιδεύει στο Παρίσι, όπου παραμένει για ένα χρόνο, παρακολουθεί μαθήματα χαλκογραφίας και ανακαλύπτει έργα σύγχρονων Ευρωπαίων δημιουργών, ενώ έρχεται σε επαφή με τους Laurens, Matisse, Giacometti καθώς και με το έργο του Θεόφιλου. Αυτή τη περίοδο αρχίζει και διαφαίνεται το πλήθος των ετερόκλητων επιρροών του και μια προσπάθεια συγκερασμού Δύσης-Ανατολής στα έργα του. Το 1938 πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση με έργα και σκηνογραφίες του από το 1929-1937 σε ένα άδειο κατάστημα στο κέντρο της Αθήνας με παραχώρηση του Θεοφάνη Αλεξόπουλου. Την περίοδο της Κατοχής οργανώνει ερασιτεχνική Σχολή Ζωγραφικής και για να επιβιώσει εργάζεται ως συντηρητής εικόνων, σκηνογράφος και διακοσμητής. Το 1947 δημιουργεί μια σειρά έργων με θέμα τα «Μνημόσυνα» και το 1948 φιλοτεχνεί το έργο Ναύτης καθιστός και γυμνό ξαπλωμένο. Από το 1949 είναι ιδρυτικό μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας Αρμός μαζί με τους Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Γιάννη Μόραλη, Νίκο Εγγονόπουλο, Νίκο Νικολάου, μεταξύ άλλων καλλιτεχνών. Το 1951 οργανώνεται η πρώτη του ατομική έκθεση στο Παρίσι στην Galerie d’Art du Faubourg St. Honore. Λίγους μήνες αργότερα, η έκθεση παρουσιάζεται και στη Redfern Gallery του Λονδίνου. Το 1952, με επέμβαση της αστυνομίας, το έργο του Ναύτης καθιστός και γυμνό ξαπλωμένο αφαιρείται από έκθεση στο Ζάππειο, ως προσβλητικό κατά του Ελληνικού Στρατού. Το 1953 συνεργάζεται με την Alexander Iolas Gallery στη Νέα Υόρκη και δημιουργεί σημαντικά έργα όπως Ναύτης με χειμωνιάτικα σε ροζ φόντο, Θυσία της Ιφιγένειας, Ξεχασμένη Φρουρά, καθώς και τη σειρά έργων με απεικονίσεις καφενείων. Τέσσερα χρόνια αργότερα είναι υποψήφιος για το βραβείο Guggenheim και το 1958 εκπροσωπεί την Ελλάδα στη Μπιενάλε της Βενετίας μαζί με τον Γιάννη Μόραλη και τον Αντώνη Σώχο. Επιπλέον, το 1960 διδάσκει σκηνογραφία για δύο χρόνια στη Σχολή Δοξιάδη. Το 1967 εγκαθίσταται στη Γαλλία, μελετά τη γαλλική και ολλανδική ζωγραφική του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα, και ένα χρόνο μετά δημιουργεί Ακαδημία Ζωγραφικής στο Παρίσι μαζί με τη Lila de Nobili. Το 1969 φιλοτεχνεί τις Τέσσερις Εποχές, χαρακτηριστικό δείγμα της αναπαραστατικής ζωγραφικής του και προπομπός αλληγορικών και θρησκευτικών θεμάτων που θα ακολουθήσουν. Το 1972 αγοράζει σπίτι στο Villeneuve les Sablons όπου και κατοικεί. Εκεί, καλλιεργεί τον κήπο του και ταυτόχρονα ζωγραφίζει έργα όπως ο Άγιος Σεβαστιανός, άσπρο φόντο (1972) και Δώδεκα μήνες σε χρυσό φόντο (1973). Μετά την πτώση της Χούντας δραστηριοποιείται κυρίως στο Παρίσι αλλά ταξιδεύει και στην Ελλάδα και εργάζεται πάνω στη σειρά έργων «Ζεϊμπέκικα» που παραπέμπουν στα λαϊκά στέκια που σύχναζε. Έργα από τη σειρά εκθέτει για πρώτη φορά το 1978 στη γκαλερί Ζυγός. Το 1980 επιστρέφει στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο ιδρύει το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη στο οποίο παραχωρεί το σύνολο των έργων του. Το 1982 εγκαινιάζεται το Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη στην κατοικία του στο Μαρούσι, ενώ την ίδια χρονιά συμμετέχει στα Ευρωπάλια. Το 1988 επιμελείται ζωγραφικά την οροφή του Θεάτρου Rex και στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης διοργανώνει έκθεση αφιερωμένη στο σκηνογραφικό του έργο. Το 1989 αφήνει την τελευταία του πνοή στην Αθήνα. Ο Γιάννης Τσαρούχης είναι από τους καλλιτέχνες που στα θέματά του παραθέτει θραύσματα του νεοελληνικού πολιτισμού, ενώ στην απόδοση αυτών εγγράφονται πειραματισμοί με τους χρωματικούς τόνους και την προοπτική που συνθέτουν το ιδιαίτερο εκφραστικό του ύφος. Συχνά απεικόνισε τοπία, μαγαζιά, νεκρές φύσεις, πρότυπα της αρχαίας ελληνικής τέχνης και της Αναγέννησης αλλά και αλληγορικές μορφές. Χαρακτηριστικό όμως υπήρξε το ενδιαφέρον του για την ανθρώπινη μορφή και συγκεκριμένα αυτή του μικροαστού, νεαρού άνδρα, συχνά με εμφανείς ή συγκαλυμμένες αναφορές στην ομοερωτική επιθυμία. Σημαντικές αναδρομικές εκθέσεις έχουν διοργανωθεί από το Βρετανικό Συμβούλιο (1952) στην Αθήνα, την γκαλερί Αστόρ (1966), την Iolas-Zoumboulakis Gallery (1972), το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (1981), το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης (2000), το Μουσείο Μπενάκη (2009). Πέρα από την δραστηριότητά του στον χώρο των εικαστικών και τη συμμετοχή του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, ο Γιάννης Τσαρούχης είναι εξίσου γνωστός για τις πολυάριθμες σκηνογραφίες του. Ανάμεσα στις πολυπληθείς συνεργασίες του βρίσκονται οι: θίασος Κοτοπούλη, θίασος της Κατερίνας Ανδρεάδη, Καλλιτεχνική Εταιρεία Κυριαζή Χαρατσάρη, το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης, οι θίασοι Φωτόπουλου και Λαμπέτη – Χόρν, η Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου, η Ελληνική Σκηνή, ο Μιχάλης Κακογιάννης, η Χριστίνα Τσίγκου, ο Jules Dassin, το Dallas Civic Opera, ο Vincenzo Bellini, ο Franco Zeffirelli, ο Κάρολος Κουν και πολλοί άλλοι.
Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια