Βιογραφία
Ο Milton Avery γεννήθηκε το 1885 στο Sand Bank (Altmar) στη Νέα Υόρκη. Το 1898 μετακομίζει με την οικογένεια του στο Wilson Station, στο Connecticut. Από το 1901 και για τα επόμενα 24 χρόνια δουλεύει σε διάφορα πόστα όπως αυτά του μηχανικού και του υπαλλήλου στις εταιρείες Hartford Machine and Screw Company, Underwood Manufacturing Company, Travelers Insurance Companies, ώστε να ανταπεξέλθει οικονομικά ο ίδιος αλλά και για να στηρίξει την οικογένειά του. Το 1905 εγγράφεται στο Connecticut League of Art Students και παρακολουθεί μαθήματα σχεδίου με δάσκαλο τον Charles Noel Flagg, και το 1915 εκθέτει για πρώτη φορά στην Annex Gallery στο Connecticut. Το 1918 παρακολουθεί μαθήματα στο School of the Art Society του Hartford και το 1924 γίνεται μέλος του Connecticut Academy of Fine Arts. Τον ίδιο χρόνο, αφού ολοκληρώνει ένα πρόγραμμα φιλοξενίας καλλιτεχνών στο Gloucester στη Μασαχουσέτη, του προσφέρεται δωρεάν διαμονή και στούντιο στην περιοχή για να δουλεύει τα καλοκαίρια. Εκεί συναντά την καλλιτέχνιδα, εικονογράφο και μέλλουσα γυναίκα του Sally Michel. Το 1925 μετακομίζουν μαζί στη Νέα Υόρκη, όπου συνδέεται φιλικά με τους Mark Rothko, Adolph Gottlieb και Barnett Newman. Παράλληλα αναπτύσσει το προσωπικό του ύφος ζωγραφικής, επιχειρώντας να εξισορροπήσει αφηρημένες αναφορές με ρεαλιστικές φόρμες, όπως για παράδειγμα στο έργο Green Sea (1954). Επιπλέον, αξιοποιεί τεχνικές naïve και fauve καθώς επίσης στοιχεία ιμπρεσιονισμού και αμερικανικής λαϊκής τέχνης. Κύρια συστατικά των δημιουργιών του αποτελούν η αφαιρετική απόδοση του χώρου, οι πεπλατυσμένες μορφές και ο έντονος κορεσμός χρωμάτων τα οποία καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος των καμβάδων του ενώ σε πολλές περιπτώσεις τους οριοθετούν, όπως στο έργο Two Figures at Desk, 1944. Στα θέματά του συμπεριλαμβάνονται φιλικά πρόσωπα, οικογενειακές στιγμές, νεκρές φύσεις, τοπία, ζώα, κτίρια, περιοχές όπου περνούσε τα καλοκαίρια του και σκηνές καθημερινής ζωής στην Αμερική. Η επιλογή των θεμάτων αυτών εστιάζει στην ικανοποίηση της ανάγκης της αμερικανικής κοινωνίας για θέαση θετικών και οικείων εικόνων εν μέσω οικονομικής κρίσης, πολέμου, και πολλαπλών πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών. Καθώς δεν κατατάσσεται ξεκάθαρα σε κάποιο συγκεκριμένο ρεύμα, η αναγνώριση του ιδιώματός του καθυστερεί και η δουλειά του παραμένει σχετικά άγνωστη μέχρι το 1929. Τότε λαμβάνει το Atheneum Prize για το έργο Brooklyn Bridge στην έκθεση της Connecticut Academy of Fine Arts και αγοράζεται για πρώτη φορά έργο του από την Philips Memorial Gallery στη Washington, DC. Το 1930 λαμβάνει το βραβείο Mr. & Mrs. Frank G. Logan για το έργο White Horse στην έκθεση του Art Institute of Chicagο. Το 1933 και το 1936 συμμετέχει στις πρώτες Μπιενάλε του Whitney Museum και το 1935 πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση στην Valentine Gallery, με την οποία συνάπτει συνεργασία. Αν και τη δεκαετία του 1930 συμμετέχει σε μεγάλο αριθμό εκθέσεων, καθιερώνεται ως ζωγράφος ύστερα από τη συνεργασία του με την Paul Rosenberg & Co. Gallery το 1943. Τον επόμενο χρόνο εκθέτει έργα του στην Philips Memorial Gallery. Το 1949 παθαίνει καρδιακό επεισόδιο και παραμένει στη Νέα Υόρκη για να αναρρώσει. Δύο χρόνια μετά ξεκινά συνεργασία με την Grace Borgenicht Gallery και το 1952 ταξιδεύει στην Ευρώπη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ξεκινά να δουλεύει πιο απλοποιημένες συνθέσεις σε μεγαλύτερους καμβάδες, εφαρμόζοντας λεπτές στρώσεις ασυνήθιστων συνδυασμών χρώματος με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα έργα Sheep, 1952, Waterfall, 1954, Tangerine Moon, 1959 και Wine Dark Sea, 1959. Τον Δεκέμβριο του 1957, ο κριτικός Clement Greenberg γράφει άρθρο αφιερωμένο στο έργο του για το περιοδικό Arts Magazine. To 1960 υπέστη δεύτερο καρδιακό επεισόδιο με αποτέλεσμα τη σταδιακή κατάρρευση της υγείας του μέχρι τον θάνατό του, στις 3 Ιανουαρίου 1965 στη Νέα Υόρκη. Παρόλο που σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής πορείας του δεν ασχολήθηκε με τα φλέγοντα πολιτικά και κοινωνικά θέματα της εποχής, μέσα από το έργο του κατάφερε να αναδείξει διαχρονικές απλές ανθρώπινες αξίες και αρετές. Έργα του βρίσκονται σε σημαντικές συλλογές, ανάμεσά τους αυτές της National Gallery στη Washignton DC, της Tate Modern στο Λονδίνο, του MoMA στη Νέα Υόρκη και του LACMA του Λος Άντζελες. Αναδρομικές εκθέσεις έχουν πραγματοποιηθεί σε γκαλερί και μουσεία, μεταξύ άλλων στα: Durand – Ruel Galleries (1947) στη Νέα Υόρκη, Baltimore Museum of Arts (1952), Whitney Museum of American Art (1960, 1982) στη Νέα Υόρκη, Brooklyn Museum of Art (1970), Milwaukee Art Museum (2001 – 2002) στο Wisconsin, Norton Museum of Art (2001 – 2002) στη Florida. Σημαντικές μονογραφίες του αποτελούν αυτή του Hilton Kramer με τίτλο Milton Avery: 1930-1960 (1962) από τις εκδόσεις Thomas Yoseloff, και αυτές του Robert Hobbs με τίτλο Milton Avery (1990) από τις εκδόσεις Hudson Hills και Milton Avery: The Late Paintings (2001) από τις εκδόσεις Harry N. Abrams Inc. σε συνεργασία με την American Federation of Arts.
Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια