Βιογραφία
Ο Γιάννης Κουνέλλης γεννήθηκε το 1936 στην Καστέλλα. Περνά τα παιδικά του χρόνια και την εφηβεία του στον Πειραιά, υπό τη σκιά του πολέμου, σε ένα σκηνικό με έντονες τις μυρωδιές του καφέ και του πετρελαίου, τους ήχους των πλοίων και τις εικόνες των ταξιδιωτών. Στα δεκαεπτά του παντρεύεται τη νοικάρισσα της γιαγιάς του, Έφη. Το 1953 προετοιμάζεται για τις εξετάσεις της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, με δάσκαλο τον Θεόδωρο Δρόσο αλλά αποτυγχάνει τρεις φορές. Το 1956, στην ηλικία των 20, εγκαθίσταται στη Ρώμη μαζί με τη γυναίκα του, όπου ζει για το υπόλοιπο της ζωής του. Εκεί σπουδάζει ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών με δασκάλους τους Franco Gentilini και Toti Scialoja. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του μελετά την τέχνη της Ιταλικής Αναγέννησης στη Φλωρεντία, τη Βενετία και τη Ρώμη. Το 1960 εκθέτει στη γκαλερί La Tartaruga στη Ρώμη τους πρώτους του πίνακές του οι οποίοι είναι ασπρόμαυροι, έχουν το μέγεθος των τοίχων του σπιτιού του και σχέδια όπως γράμματα, αριθμούς και τόξα. Το ίδιο διάστημα αναπτύσσει διάλογο με την Ιταλική Πρωτοπορία και έργο καλλιτεχνών όπως ο Alberto Burri και ο Lucio Fontana. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης του με τον καμβά και τον χώρο, τη μετάβαση του ενδιαφέροντός του στην τρίτη διάσταση και την ανάπτυξη μιας διαλεκτικής σχέσης με τον θεατή. Έτσι αρχίζει να στρέφεται στη χρήση φυσικών υλών και αντικειμένων όπως ξύλα, σίδερα, βαμβάκι, κάρβουνο και τσουβάλια και στην ανάδειξη της γλυπτικής τους διάστασης. Αργότερα, προσθέτει και άλλα στοιχεία στα έργα του, άλλοτε ακατέργαστα (φωτιά, χώμα) και άλλοτε βιομηχανικής προέλευσης και δημιουργεί εγκαταστάσεις που υπερβαίνουν τα συνηθισμένα έως τότε όρια ενός εκθεσιακού χώρου. Με τέτοιου είδους δημιουργίες συμμετέχει σε πλήθος ατομικών και ομαδικών εκθέσεων για όλη τη δεκαετία του 1960 στην Ευρώπη. Μεταξύ αυτών, πολύ σημαντική για την πορεία του θεωρείται η έκθεση Arte Povera e IM spazio στη γκαλερί a La Bertesca (1967) στη Γένοβα, όπου ο Κουνέλλης συγκαταλέγεται από τον Germano Celant ανάμεσα στους πρωτεργάτες της Arte Povera μαζί με καλλιτέχνες όπως ο Michelangelo Pistoletto, Giulio Paolini και Luciano Fabro. Από το 1968 αναλαμβάνει σκηνογραφίες και έκτοτε παρουσιάζει παραστάσεις σε διάφορες πόλεις του κόσμου σε συνεργασία με τους Carlo Quartucci, Heiner Muller, Θόδωρο Τερζόπουλο, Pierre Audi, Tadashi Suzuki και άλλους σκηνοθέτες και θεατρικούς συγγραφείς. Το 1969, ανάμεσα στις πολλαπλές παρουσιάσεις των έργων του, ξεχωρίζουν η έκθεση στη γκαλερί L’Αttico της Ρώμης, όπου εκθέτει την εγκατάσταση Άλογα με δώδεκα ζωντανά άλογα να καταλαμβάνουν το χώρο και η συμμετοχή του στην έκθεση When attitudes become form – Live in your head στην Kunstahlle της Βέρνης μαζί με καλλιτέχνες όπως οι Joseph Beuys, Walter de Maria, Hans Haacke, Yves Klein, Sol LeWitt, Bruce McLean, Bruce Nauman, Claes Oldenburg, Richard Serra και Robert Smithson. Την ίδια περίοδο αρχίζει να δημιουργεί εγκαταστάσεις από «χτισμένες» πόρτες, κρεβάτια και παράθυρα, γεμισμένα με σπασμένα αγάλματα, τούβλα, βιβλία, καμπάνες, γυαλιά και άλλα αντικείμενα, μια πρακτική την οποία εξελίσσει στις επόμενες δεκαετίες οικειοποιούμενος ενιαίους χώρους και κτίρια ιστορικής και πολιτιστικής σημασίας. Το 1970 οι εγκαταστάσεις και οι περφόρμανς του αποκτούν ακόμα πιο έντονα το στοιχείο της θεατρικότητας και της τελετουργίας. Το 1972, με αφορμή τη γέννηση του γιού του, δημιουργεί το έργο με χρυσά παιδικά παπούτσια. Το 1973-1974 παρουσιάζει την δράση Apollo στην Ευρώπη και την Αμερική, και το 1977 στην Αθήνα, αρχικά σε μία ταβέρνα στους Αμπελόκηπους και αργότερα στην πρώτη του επίσημη έκθεση στον ελλαδικό χώρο κάτω από τη στέγη της γκαλερί Μπερνιέ. Στο έργο αυτό ο Κουνέλλης βρίσκεται πάνω σ’ ένα άσπρο άλογο, καλύπτοντας το πρόσωπό του με ένα γύψινο εκμαγείο της μορφής του Απόλλωνα, ενώ ο γύρω χώρος είναι βαμμένος κίτρινος. Τη δεκαετία του 1980 ασχολήθηκε κυρίως με επίτοιχες κατασκευές πάνω σε σιδερένιες βάσεις, φτιαγμένες από συνδυασμούς ποικίλων υλικών που επιλέχθηκαν λόγω υφής αλλά και λόγω συμβολικών αναφορών. Το 1994 πραγματοποιεί έκθεση στο αμπάρι του φορτηγού πλοίου «Ιόνιον» στη γενέτειρά του, τον Πειραιά, ύστερα από πρόσκληση του ιδρύματος Ι. Φ. Κωστόπουλου, μία πρωτοβουλία που αποτελεί αναφορά στην έννοια της πατρίδας, στις πολλαπλές σημασίες ταυτότητας και στην ιδέα της περιπλάνησης στον χρόνο και στον χώρο. Την ίδια χρονιά εξελέγη καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Dusseldorf της Γερμανίας όπου δίδαξε μέχρι το 2001. To 2006 ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτωρ στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 2009 στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Από το ξεκίνημα της καριέρας του και μέχρι το τέλος της ζωής του δεν έπαψε να παρουσιάζει τη δουλειά του σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, σε μουσεία, γκαλερί και θεσμούς τέχνης της Ευρώπης και της Αμερικής. Η ποιητική «σκηνογραφία» εμπορευματοποιημένων και μη αντικειμένων, η αξιοποίηση των φυσικών ιδιοτήτων των υλικών, η διερεύνηση των ορίων μεταξύ πνευματικού και υλικού και τέλος η επιλογή παράδοξων εκθεσιακών χώρων προσέδωσαν μια κριτική, πολιτική και κοινωνική διάσταση στο έργο του Κουνέλλη και του προσέφεραν την ευκαιρία να αμφισβητήσει καθιερωμένες συμβάσεις δημιουργίας και θεμελιωμένα εκφραστικά πρότυπα και να αφήσει το στίγμα του σε παγκόσμιο επίπεδο. Από τις σημαντικότερες διεθνείς διοργανώσεις στις οποίες έχει συμμετάσχει είναι η Documenta του Κάσσελ (1972, 1977, 1982, 2017), η Μπιενάλε της Βενετίας (1972, 1974, 1976, 1978, 1980, 1984, 1988, 1993), η Μπιενάλε του Παρισιού (1967, 1971, 1969), η Μπιενάλε Κωνσταντινούπολης (1993) και του Σίδνεϊ (2008). Άλλες αξιόλογες εκθέσεις με έργα του έχουν οργανωθεί στην Αθήνα από το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (2004) και το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης (2012), στο Σικάγο από το Museum of Contemporary Art (1986), στη Μαδρίτη από το Museo Nacional Centro de Arte Reina Sofia (1997) και στο Βερολίνο από τη Neue Nationalgalerie (2008).
Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια