Βιογραφία
Ο Γιάννης Σπυρόπουλος γεννήθηκε στην Πύλο Μεσσηνίας το 1912. Περνάει τα παιδικά του χρόνια με τη μητέρα του και την οικογένειά της στο Διακοφτό. Στα πρώτα του σχολικά χρόνια εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική και δημιουργεί πορτραίτα του παππού και της γιαγιάς του. Από το 1930 έως το 1936 είναι φοιτητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δασκάλους τον Ουμβέρτο Αργυρό, τον Σπυρίδωνα Βικάτο και τον Επαμεινώνδα Θωμόπουλο. To 1938 κερδίζει το Α΄ βραβείο του διαγωνισμού της Ακαδημίας Αθηνών για σπουδές στο εξωτερικό και φεύγει για το Παρίσι με τριετή υποτροφία. Εκεί φοιτά στην Ecole Superieure des Beaux Arts με καθηγητή τον Charles Guerin. Παράλληλα, παρακολουθεί μαθήματα στις ακαδημίες Colarossi και Julian, και παράγει πίνακες σε ακαδημαϊκό ύφος. Το 1940 διακόπτει τις σπουδές του και επιστρέφει στην Ελλάδα λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έξι χρόνια αργότερα, γίνεται μέλος της Ελληνογαλλικής Ένωσης Νέων και καλλιτεχνικός διευθυντής του Οργανισμού Εργατικής Εστίας. Το 1950 πραγματοποιεί την πρώτη ατομική του έκθεση στο Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό, στην Αθήνα. Τότε γίνονται για πρώτη φορά αντιληπτές οι επιρροές της γαλλικής σχολής στα έργα του. Από το 1951 η πρακτική του περνάει στην αφαίρεση, με εικόνες που εκφράζουν αρχές της αφηρημένης ζωγραφικής και συμβολίζουν εσωτερικές δομές του υλικού κόσμου και της φύσης. Το 1952 γνωρίζει την μετέπειτα σύζυγό του Ζωή Μαργαρίτη, η οποία θα συμβάλλει στην ανάπτυξη και προβολή του έργου του, και γίνεται μέλος της ομάδας καλλιτεχνών Στάθμη. Το 1955 συμμετέχει στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας και το 1957 στη Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Την ίδια περίοδο ξεκινάει συνεργασία με τον Herbert Mayer της World House Galleries και το 1959 θα παρουσιάσει ατομική έκθεση στο χώρο τους στη Νέα Υόρκη. Το 1958 το έργο του Αναφιώτικα εκπροσωπεί την Ελλάδα σε διεθνή διαγωνισμό του Guggenheim Museum και το 1959, μέσω του φίλου του και καθηγητή Μιχάλη Τόμπρου, ανακαλύπτει το έργο του γλύπτη Isamu Noguchi. Από το 1960 περνάει από τις αυστηρές γεωμετρικές συνθέσεις, στο δυναμισμό και τη ζωτικότητα της χειρονομιακής έκφρασης με συμπυκνωμένες συγκεντρώσεις του χρώματος και πυρήνων φωτός μέσα στο σκοτεινό τελάρο, εκφραστικές ιδιαιτερότητες που τον καθιερώνουν. Την ίδια χρονιά εκπροσωπεί την Ελλάδα στην 30η Biennale της Βενετίας με το έργο Χρησμός, 1960, και αποσπά το βραβείο της UNESCO. Η διάκριση αυτή σηματοδοτεί τη διεθνή αναγνώρισή του αφού στη συνέχεια οι συμμετοχές του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις αυξάνονται πυρετωδώς και λαμβάνουν χώρα παγκοσμίως. Το 1961 πραγματοποιεί ατομική έκθεση στη Kursaal του Μορφωτικού Κέντρου της Οστάνδης στο Βέλγιο, και του απονέμεται το Χρυσό Μετάλλιο της Πόλης. Την ίδια χρονιά έρχεται σε επαφή με τους Henry Moore, Lynn Chadwick και Eduardo Paolozzi. Το 1962 εκδίδεται εκτενής μονογραφία για το έργο του από τον Χρύσανθο Χρήστου. Από το 1964 δίνει ακόμα περισσότερη έμφαση στη χειρονομία και στην επεξεργασία της ζωγραφικής επιφάνειας με διάφορα υλικά, ενώ οι επικολλήσεις από χαρτιά, τα γδαρσίματα, τα ξυσίματα του χρώματος, και οι επικαλύψεις γίνονται όλο και πιο τολμηρά στις δημιουργίες του. Το 1964 συμμετέχει στην Documenta 3 και στην περιόδευσα έκθεση με τίτλο Αυθορμητισμός στην Τέχνη στην Αμερική του American Federation of Arts. Το 1966 του απονέμεται ο τίτλος του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Φοίνικα και το 1969 πραγματοποιεί ατομική του έκθεση στην National Collection of Fine Arts of the Smithsonian Institution στη Washington, D.C. Το 1974 η ζωή του αλλάζει έπειτα από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, και το Δεκέμβριο του 1976 εγκαθίσταται σε νέο σπίτι στην Εκάλη, όπου διατηρεί εργαστήριο και εκθεσιακό χώρο/μουσείο. Το 1978 του απονέμεται το βραβείο Gottfried von Herder από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Από το 1980 και έως το τέλος της πορείας του αξιοποιεί επίσης υφάσματα, τσουβάλια και εφημερίδες στους πίνακές του. Το 1986 διοργανώνεται η τελευταία του ατομική έκθεση από την γκαλερί Νέες Μορφές. Το 1989 ο Οργανισμός Εργατικής Εστίας εκδίδει βιβλίο με τίτλο Γιάννης Σπυρόπουλος, με ανάλυση του έργου του καλλιτέχνη από την κριτικό τέχνης Έφη Στρούζα. Το Μάιο του 1990 πεθαίνει στο σπίτι του στην Εκάλη, το οποίο το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ξεκινά τη λειτουργία του ως Ίδρυμα Γιάννη και Ζωής Σπυροπούλου με σκοπό τη συγκέντρωση, τη μελέτη, την παρουσίαση και την αξιοποίηση του έργου του Γιάννη Σπυρόπουλου καθώς και την ενίσχυση νέων ζωγράφων. Σημαντικές αναδρομικές του εκθέσεις έχουν διοργανωθεί από το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (1994), την Εθνική Πινακοθήκη (1995) και τη Δημοτική Πινακοθήκη Πατρών (1998). Η τελευταία αναδρομική του παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη (2010).
Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια