Βιογραφία
Ο Γεράσιμος Σκλάβος γεννήθηκε στο χωριό Ντομάτα Κεφαλληνίας το 1927. Ήταν το τέταρτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειάς του. Ως έφηβος, κατά τη περίοδο της γερμανικής κατοχής, ασχολείται με γεωργικές εργασίες μαζί με τον πατέρα του, ενώ παράλληλα κατασκευάζει τα πρώτα του γλυπτικά αντικείμενα από πηλό, άμμο και το φυτό αθάνατο. Το 1948, αφού ολοκληρώσει τη στρατιωτική του θητεία, σπουδάζει στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Μιχάλη Τόμπρο από το 1950 έως το 1956. Το 1957 λαμβάνει τριετή υποτροφία του ΙΚΥ και συνεχίζει τις σπουδές του στο Παρίσι, στην École supérieure des Beaux-Arts στα εργαστήρια των Georges-Henri Adam, Marcel Gimond και Hubert Yencesse. Παράλληλα, φοιτά και στην Académie de la Grande Chaumière με καθηγητή τον Ossip Zadkine. Στο Παρίσι τα γλυπτά του αποκτούν αφαιρετικό και γεωμετρικό χαρακτήρα και απεικονίζουν μορφές αυστηρές και απλουστευμένες, όπως στο έργο Αρχή μιας εποχής, 1959. Το 1960 ταξιδεύει στην Ιταλία, την Αγγλία και την Ολλανδία. Τότε θα εφεύρει την προσωπική του τεχνική επεξεργασίας της πέτρας με φλόγα οξυγόνου και ασετυλίνης, την οποία ονομάζει «Τηλεγλυπτική», θα λάβει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας από το Γαλλικό Υπουργείο Βιομηχανίας και θα γνωρίσει τους εκδότες και έμπορους τέχνης Christian και Yvonne Zervos καθώς και τη βαρόνη Alix de Rothschild, που θα του παραχωρήσει εργαστήριο και κατοικία στο Levallois δύο χρόνια αργότερα. H διεθνής αναγνώριση του και μια ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος για τον ίδιο ξεκινά από το 1961, μετά την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Cahiers d’Art των Christian και την Yvonne Zervos και αφού κερδίσει το 1ο βραβείο Γλυπτικής και το βραβείο Νέων Καλλιτεχνών στη 2η Μπιενάλε του Παρισιού για το έργο Ψυχή. Ακολουθούν τα έργα Γόνιμος Άνθρωπος, 1961 για τη Μπιενάλε του Σάο Πάολο και Επανάσταση – Ομάδα Προσώπων, 1961 για το Castellaras-le-Neuf. To 1962 γνωρίζει τον Andre Malraux και τον Georges Boudaille και παρουσιάζει ατομική έκθεση στη γκαλερί Panorama στη Λοζάνη. Ένα χρόνο μετά διοργανώνεται έκθεση με έργα του στο Musee d’art Moderne στο Παρίσι, η οποία εγκαινιάζεται από τον υπουργό πολιτισμού Andre Malraux με την ευκαιρία της 3ης Μπιενάλε του Παρισιού. Το 1964 ταξιδεύει στο Μοντρεάλ, τη Νέα Υόρκη, τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και την Ελλάδα, και πραγματοποιεί τα έργα οι Αδερφές Αρετές από μάρμαρο Καράρας και Τα Μάτια τ’ Ουρανού από λευκό μάρμαρο Vermont, που αποτελούν αντιπροσωπευτικά παραδείγματα του γλυπτικού ιδιώματος που ανέπτυξε ο Σκλάβος και διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο ιδιαίτερος ρυθμός και η αρμονία που παρατηρείται στα έργα του είναι αποτέλεσμα της σταδιακής μετεξέλιξης των γεωμετρικών του τάσεων σε οργανική και πλαστική εκφραστικότητα, με άμεσες αναφορές στην αδυναμία του για τη φύση του ελληνικού τοπίου και τις διαφορετικές εκφάνσεις αυτού. Μεταπλάθοντας γρανίτες, πορφυρίτες και μάρμαρα δημιουργεί βιομορφικούς όγκους με βαθιές ραβδώσεις, κενά, διάτρητες κοιλότητες και φράγματα, που εγκλωβίζουν και ταυτόχρονα αναδεικνύουν το φως, ενώ παραπέμπουν σε σχηματισμούς θαλάσσιων γκρεμών και μοιάζουν να έχουν προκύψει από φυσικά φαινόμενα, με την πάροδο του χρόνου. Το 1965 δουλεύει το έργο Δελφικό Φως από πεντελικό μάρμαρο στους Δελφούς, ένα μέρος που τροφοδοτεί ακόμα περισσότερο τον μυστικιστικό χαρακτήρα της δουλειάς του. Το 1965 παρουσιάζει ατομική έκθεση στη γκαλερί Cahiers d’Art, στο Παρίσι και συνάπτει σχέση με τη Γερμανίδα ζωγράφο και ενδυματολόγο Τύμια. Τον ίδιο χρόνο δημιουργεί το έργο Η Περαστική, που αγοράστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού το 1978, και συμμετέχει στα Παναθήναια Γλυπτικής. Το 1966 πραγματοποιεί ατομική έκθεση στο Χίλτον και παρουσιάζει καινούρια μέθοδο επεξεργασίας της πέτρας, κατά την οποία χρησιμοποιεί ηλιακή ενέργεια που συγκεντρώνει χάρη σε ένα σύστημα φακών. Το 1966 φιλοτεχνεί το έργο Η Φίλη που δεν Έμενε μετά από παραγγελία της Monnaie de Paris, και δύο τιμητικά μετάλλια για τη Μπιενάλε Νέων του Παρισιού. Το τελευταίο του έργο ήταν το γλυπτό Η Τελευταία Ενόραση, 1967. Το 1967 επιστρέφοντας ένα βράδυ στο σκοτεινό εργαστήριό του στο Παρίσι, σκοντάφτει και βρίσκει τραγικό θάνατο, όταν τον καταπλακώνει το ογκώδες γλυπτό Η Φίλη που δεν Έμενε, και κηδεύεται στο χωριό του. Το 1968 διοργανώνονται αναδρομικές εκθέσεις από την Yvonne Zervos στο Cahier d’Art, και από την Cecile Golsdcheider στους κήπους του Μουσείου Ροντέν. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποιούνται και άλλες εκδηλώσεις και αφιερώματα για το έργο του στην Ελλάδα, τη Γαλλία και το Βέλγιο, και διοργανώνεται μεγάλη αναδρομική του έκθεση από το ΜΙΕΤ (1998-1999) στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Έργα του βρίσκονται σε δημόσιους χώρους στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ, τον Καναδά και τη Βραζιλία.
Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια