SEARCH AND PRESS ENTER

Greek
1940

Biography

(Ελληνικά)

Η Σοφία Κανελλοπούλου, γνωστή ως Σοφία Βάρη, γεννήθηκε το 1940 στη Βάρη Αττικής. Η μητέρα της ήταν από την Ουγγαρία και ο πατέρας της Έλληνας. Τα σχολικά της χρόνια τα περνά στην Ελβετία, την Ελλάδα και το Λονδίνο, και από το 1956 ξεκινά την ενασχόλησή της με τη ζωγραφική. Το 1958 σπουδάζει στην École des Beaux-Arts στο Παρίσι και το 1959 επιστρέφει στην Αθήνα. Το 1960 ταξιδεύει στην Αίγυπτο και ύστερα εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου συναναστρέφεται με τους Edouard Mac Avoy και Jean Soubervie, κι έρχεται σε επαφή με τον Henry Moore. Τα πρώτα χρόνια της πορείας της το μεγαλύτερο μέρος των έργων της είναι πίνακες με πληθωρικές γυμνές γυναικείες φιγούρες, σε αποχρώσεις του καφέ και του κόκκινου, οι οποίες χαρακτηρίζονται από δραματικές φωτοσκιάσεις, έντονες συστροφές και παραμορφώσεις ενώ αντλούν στοιχεία από το μπαρόκ, τον μανιερισμό, τον εξπρεσσιονισμό καθώς και τη γλυπτική της ελληνιστικής εποχής. Το 1977 αποκτά εργαστήριο στη rue de l’Arrivée στη συνοικία Montparnasse του Παρισιού, και αρχίζει να ασχολείται με τη γλυπτική η οποία γρήγορα θα αποτελέσει κύριο μέλημά της. Τα πρώιμα γλυπτά της, από χαλκό και από μάρμαρο, αποτελούν δισδιάστατες παραστατικές φιγούρες με ανθρωποκεντρική αφετηρία, οι οποίες σταδιακά εξελίσσονται σε πιο αφηρημένες μορφές. Το 1978 γνωρίζει τον Fernando Botero με τον οποίο θα μοιραστεί τη ζωή της. Το 1983 πραγματοποιεί έκθεση στην αίθουσα τέχνης της Juana Mordó στη Μαδρίτη. Εκεί θα γνωρίσει τη Nohra Haime η οποία θα αναλάβει την εκπροσώπηση και παρουσίαση των έργων της στη Βόρεια, τη Νότια και την Κεντρική Αμερική. Το 1988 δημιουργεί το γλυπτό Soirées de Dimanche (1988), στο οποίο γίνεται για πρώτη φορά αντιληπτή η έμπνευση που αντλεί από πολιτισμούς της Λατινικής Αμερικής και από καλλιτέχνες όπως Donatello, Luca Della Rubia, Hans Arp, Joan Miró και Alexander Archipenko, ενώ παράλληλα σηματοδοτεί την πλαστική γλώσσα που θα χρησιμοποιήσει για το υπόλοιπο της καριέρας της. Έχοντας πλέον υιοθετήσει νέες δυναμικές στη φόρμα και τη δομή, τα γλυπτά της σχηματίζουν αλυσιδωτές συνδέσεις ευέλικτων ελικοειδών όγκων που αναπτύσσονται ανοδικά ή κυκλικά συνθέτοντας αρμονικά επίπεδα που περικλείουν το εσωτερικό και δίνουν την αίσθηση της κίνησης. Την ίδια περίοδο παράγει επίσης κοσμήματα – έργα μικρογλυπτικής και το 1990 παρουσιάζει το πρώτο της έργο μεγάλων διαστάσεων από μάρμαρο στην αίθουσα τέχνης Eolia στο Παρίσι. Στη συνέχεια παράγει μεγάλο αριθμό αντίστοιχων έργων τα οποία βρίσκονται σε δημόσιους χώρους της Γαλλίας, της Γερμανίας, των ΗΠΑ, της Ελλάδας, της Ελβετίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Κολομβίας και σε άλλα μέρη του κόσμου. Το 1992 δημιουργεί τα πρώτα της κολάζ και από το 1993 ταξιδεύει συχνά στο Μεξικό όπου μελετά την τέχνη των Μάγια και των Ολμέκων. Το 1994 εισάγει χρώμα στα γλυπτά της αναδεικνύοντας επιλεγμένους όγκους και επίπεδα. Το 1995 τιμάται με το πρώτο βραβείο στην ιαπωνική Μπιενάλε Γλυπτικής από το Ανοικτό Μουσείο Utsukushiga-hara. Έχουν εκδοθεί μονογραφίες τόσο τα γλυπτά όσο και τα κοσμήματα της, ανάμεσά τους οι: Sophia Vari (1999) από τις εκδόσεις Rizzoli, Sophia Vari: Sculture monumentali (2002) από τις εκδόσεις Polistampa, Bijoux Sculptes Sophia Vari (2010) από τις εκδόσεις La Martiniere και Forms and Colors: Sophia Vari (2017) από τις εκδόσεις Glitterati Incorporated. Από το ξεκίνημα της έχει πραγματοποιήσει πλήθος εκθέσεων στην Ευρώπη, την Ασία και την Αμερική σε χώρους τέχνης και μουσεία όπως Woodstock Gallery (1969) στο Λονδίνο, Schumacher Gallery (1969) στο Μόναχο, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σάο Πάουλο (1975), Nohra Haime Gallery (1985 έως και σήμερα) στη Νέα Υόρκη, Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου (1985) στην Αθήνα, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Καράκας (1991), Ulrich Art Museum (1998) στην Witchita, Ludwig Museum (2001) στο Kombletz, Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (2018) στην Αθήνα, και έχει συμμετάσχει σε διεθνείς οργανώσεις όπως Salon d’ Automne στο Παρίσι (1969, 1973), Salon Ernee στο Παρίσι (1975, 1976, 1977, 1978), Μπιενάλε Γλυπτικής του Μόντε Κάρλο (1991, 1993), Salon de Mars (1992, 1996) στο Παρίσι, Μπιενάλε Γλυπτικής του Αμστερνταμ (1994), FIAC στο Παρίσι (1993, 1994, 1999, 2000, 2004). Το 2004 παρουσιάστηκε αναδρομική της έκθεση στην Αθήνα από το Μουσείο Μπενάκη και το 2014 στην Άνδρο από το Μουσείο Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή. Έργα της βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές, μερικές από αυτές οι συλλογές των: Fondation Veranneman (Βέλγιο), Museo de Arte Contemporáneo de Caracas (Βενεζουέλα), Musée de la Main (Ελβετία), Boca Raton Museum of Art (ΗΠΑ), Ulrich Museum of Art (ΗΠΑ), Utsukushi-ga-hara Open-Air Museum (Ιαπωνία), Museo de Antioquia (Κολομβία), Beeldenaanzeen Museum (Ολλανδία), Fundação Calouste Gulbenkian (Πορτογαλία) και Museo de Ponse (Πόρτο Ρίκο). Ζει και εργάζεται μεταξύ Ελλάδας, Γαλλίας, Μονακό και Ιταλίας.

 

Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια