SEARCH AND PRESS ENTER
Nikos Kessanlis

Nikos Kessanlis

Greek
1930 - 2004

Biographie

(Ελληνικά)

O Νίκος Κεσσανλής γεννήθηκε το 1930 στη Θεσσαλονίκη. Επηρεασμένος από τον παππού του που ήταν ζωγράφος εκπαιδευμένος στη Νάπολη και το Παρίσι, αποκτά έφεση στη ζωγραφική από μικρή ηλικία. Το 1948 ξεκινάει τις σπουδές του στην ΑΣΚΤ, στα εργαστήρια του Ουμβέρτου Αργυρού, του Γιάννη Μόραλη και του Νίκου Νικολάου. Παράλληλα με τη σχολή υπήρξε βοηθός του Γιάννη Σπυρόπουλου. Το 1955 εκθέτει για πρώτη φορά έργα του βασισμένα στη μέθοδο της εγκαυστικής στην γκαλερί ΑΔΕΛ του Μάνου Παυλίδη και την ίδια χρονιά αποσπά υποτροφία για σπουδές Συντήρησης στο Instituto Centrale del Restauro στη Ρώμη. Τα πρώιμα έργα του ήταν κυρίως ελαιογραφίες και ακολουθούσαν το ακαδημαϊκό παραστατικό ύφος της ΑΣΚΤ, ωστόσο με την εγκατάσταση του στη Ρώμη, την περίοδο 1955 – 1960, αρχίζει να εκδηλώνει τις αφαιρετικές και χειρονομιακές του τάσεις με την παρουσίαση των πρώτων “άμορφων” έργων του (art informel) στη Μπιενάλε της Βενετίας του 1957, ως προσκεκλημένος ξένος καλλιτέχνης που κατοικεί στην Ιταλία, και στην πρώτη του ατομική έκθεση στη γκαλερί L’Obelisco στη Ρώμη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των τάσεων η σειρά των «Τοίχων» (1960-1961) όπου ενσωματώνει υλικά, όπως χαρτιά από εφημερίδες και υφάσματα, σε τελάρα επιστρωμένα με πυκνή μάζα χρώματος, δίνοντας έμφαση στη διαδικασία δημιουργίας του ίδιου του έργου παρά στην πιστή απόδοση αναγνωρίσιμων εικόνων. Το 1959 κερδίζει το βραβείο Amedeo Modigliani στο Λιβόρνο και παίρνει μέρος στην έκθεση Σύγχρονη Ελληνική Τέχνη που διοργάνωσε ο Άγγελος Προκοπίου στο Παρίσι. Ύστερα μετακομίζει στο Παρίσι και αναπτύσσει στενή σχέση με τον τεχνοκριτικό Pierre Restany, η συνεργασία με τον οποίο συμβάλει στη διεθνή προβολή του έργου του, και επαφές με τον κύκλο καλλιτεχνών του Nouveau Réalisme. Το 1961 λαμβάνει διάφορα βραβεία, ανάμεσα τους το Premio Lissone, και παίρνει μέρος σε εκθέσεις στο Παρίσι, τη Λωζάννη, τη Φλωρεντία, τη Ρώμη, τη Καρλσρούη και τη Λουμπλιάνα. Την ίδια χρονιά εκπροσωπεί την Ελλάδα στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο, μαζί με τον Γεράσιμο Σκλάβο, και συμμετέχει στην έκθεση Νέες Περιπέτειες του Αντικειμένου της Galerie J όπου παρουσιάζει τη σειρά έργων «Χειρονομίες». Στα έργα αυτά εγκαταλείπει το πλαίσιο του μουσαμά και χρησιμοποιεί σαν βάση δημιουργίας παλιά βιομηχανικά αντικείμενα που αποσπά από το αστικό τοπίο και επεμβαίνει πάνω τους αποποιούμενος παραδοσιακές αρχές έκφρασης. Αποκορύφωμα αυτής της πρακτικής, η Μεγάλη Λευκή Χειρονομία που παρουσιάστηκε στο Teatro La Fenice της Βενετίας το 1964, στα πλαίσια της έκθεσης Τρεις Προτάσεις για μια Νέα Ελληνική Γλυπτική του Pierre Restany, η οποία διεξήχθη παράλληλα με την Μπιενάλε της Βενετίας. Με το συγκεκριμένο έργο υποδεικνύει με εφήμερο τρόπο την αποϋλοποίηση της καλλιτεχνικής έκφρασης από τον περιορισμό των σταθερών δομών. Από το 1965 συζεί με την καλλιτέχνιδα Χρύσα Ρωμανού και πρωτοστατεί στο κίνημα Mec Art ως ένας από τους βασικούς του εκπροσώπους, έχοντας μετατοπίσει πλέον το ενδιαφέρον του στην εξερεύνηση μεθόδων τεχνικής αναπαραγωγιμότητας της εικόνας πάνω σε φωτοευαίσθητο πανί. Έτσι, για την παραγωγή της ενότητας έργων «Φαντασμαγορίες της Ταυτότητας» συνδυάζει χαρακτηριστικά θεάτρου σκιών με διαφορετικές φωτογραφικές τεχνικές και αυξομειώσεις φωτισμού. Από το 1967 η έρευνά του εξελίσσεται ακόμα περισσότερο με αποτέλεσμα να δημιουργήσει τις «Αναμορφώσεις» και τα πρώτα τρισδιάστατα έργα του, που ενθαρρύνουν τον παρατηρητή να κινηθεί στο χώρο ώστε να αποκτήσει ολοκληρωμένη εικόνα της εκάστοτε σύνθεσης καθώς δεν ανταποκρίνονται σε αναμενόμενες προσδοκίες παρατήρησης. Ακολουθεί η σειρά «Μεταδομές» βασισμένη στην αναπαραγωγή και επεξεργασία κλασικών έργων με τεχνικές αλλοίωσης όπως ξυσίματα, καψίματα και επιζωγραφίσεις. Το 1982 επιστρέφει στην Ελλάδα μαζί με τη σύζυγο του Χρύσα, αλλά από το 1981 έχει ήδη πάρει τη θέση του καθηγητή στο Πέμπτο Εργαστήριο της ΑΣΚΤ. Τη δεκαετία του 1980 επικεντρώνεται στη δημιουργία πορτραίτων και στη σειρά «Παλίμψηστα». Το 1988 εκπροσωπεί την Ελλάδα στη Μπιενάλε της Βενετίας μαζί με τον Βλάση Κανιάρη και εκλέγεται πρύτανης της ΑΣΚΤ. Ως πρύτανης συμβάλει στον εκσυγχρονισμό της σχολής και στη μεταστέγασή της στο εργοστάσιο της οδού Πειραιώς. Η σημασία της συμβολής του Νίκου Κεσσανλή στην τέχνη έγκειται στους πρωτοποριακούς του πειραματισμούς και στην επινοητικότητά του στην εξέλιξη των δυνατοτήτων απεικόνισης. Συνέχισε να παράγει έργα ως το τέλος της ζωής του προσθέτοντας στο ενεργητικό του πολυάριθμες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Αναδρομικές εκθέσεις του έχουν πραγματοποιηθεί στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (1997), στην γκαλερί ΑΔ (2006), στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (2007) κ.α., και έργα του έχουν κοσμήσει δημόσιους χώρους όπως το Αττικό Μετρό. Το 2017 έργα από τη σειρά «Χειρονομίες» παρουσιάστηκαν στα πλαίσια της Documenta 14.

 

Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια