SEARCH AND PRESS ENTER
Kostas Paniaras

Kostas Paniaras

Greek
1934 – 2014

Biographie

(Ελληνικά)

Ο Κώστας Πανιάρας γεννήθηκε στο Κιάτο Κορινθίας. Ξεκινά να ασχολείται εντατικά με τη ζωγραφική από το γυμνάσιο, υπό την επίβλεψη του δασκάλου του Ερρίκου Λέκου. Το 1952 εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον επόμενο χρόνο ξεκινά μαθήματα ζωγραφικής με την Ελένη Ζογγολόπουλου και από το 1955 φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με καθηγητή τον Γιάννη Μόραλη. Το 1956 πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση στην αίθουσα τέχνης Monica Pane, στην Αθήνα. Τον ίδιο χρόνο εγκαθίσταται στο Παρίσι και αρχίζει μαθήματα ζωγραφικής με τον André Lhote. Παράλληλα εγγράφεται στο τμήμα λιθογραφίας της Ecole des Beaux Arts ενώ μελετά την τέχνη της νωπογραφίας και του ψηφιδωτού στη σχολή του Gino Severini. Από τον πρώτο χρόνο διαμονής του στο Παρίσι, γνωρίζεται με πολλούς ζωγράφους και αναπτύσσει φιλία με τον Θανάση Τσίγκο, τον Γιάννη Γαΐτη και τον Ιάσωνα Μολφέση. Το 1958 κάνει τα πρώτα του θεατρικά σκηνικά και κοστούμια για το έργο Μινώταυρος του Andre Gide, και το 1959 ζωγραφίζει τα πρώτα του ανεικονικά έργα εκδηλώνοντας την τάση του προς τη μονοχρωμία. Την ίδια περίοδο συναναστρέφεται με την ποιήτρια και συγγραφέα Louise de Vilmorin και συνδέεται με τον Αλέξανδρο Ιόλα με τον οποίο συνεργάζεται στενά για τα επόμενα 20 χρόνια. Από τη δεκαετία του 1960 επικεντρώνεται στη διερεύνηση των δυνατοτήτων και της απόδοσης του χρώματος. Υιοθετώντας διαβαθμίσεις και τολμηρές ισορροπίες, φιλοτεχνεί έργα με καθαρά, βασικά χρώματα τα οποία σχηματίζουν οριζόντιες ζώνες που ορίζουν τη ζωγραφική επιφάνεια. Το 1961 εκθέτει στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας και παίρνει μέρος στη Δεύτερη Biennale de Paris, στο Musee d’Art Moderne de la ville de Paris, κατά τη διάρκεια της οποίας δύο από τα έργα του αγοράζονται από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Τα επόμενα 5 χρόνια πραγματοποιεί εκθέσεις στη Γαλλία, την Ελλάδα, τη Γερμανία και την Αμερική. Το 1967 ταξιδεύει στο Ιράν όπου παρουσιάζει έργα του στην γκαλερί Borghese. Στη συνέχεια επισκέπτεται τις Ινδίες, το Νεπάλ και άλλες χώρες της Άπω Ανατολής. Το 1976 επιστρέφει στην Ελλάδα, έχοντας μεταφέρει όλα τα έργα και το αρχείο του στο εργαστήριό του στο Κιάτο, αλλά αυτά καταστρέφονται σε πυρκαγιά. Τον επόμενο χρόνο αρχίζει τη σειρά έργων Ημέρα και Νύχτα, 1977, στην οποία κυριαρχούν τα κόκκινα και τα μπλε χρώματα, χαρακτηριστικά που θα διατηρήσει στην μετέπειτα δουλειά του. Στα πλαίσια της σειράς αυτής παράγει και τα πρώτα του επιζωγραφισμένα αρχαία αντίγραφα. Στη συνέχεια, από τις αρχές μέχρι τα μέσα του 1980, δημιουργεί τρισδιάστατα έργα, όπως ανάγλυφα, κατασκευές, επεμβάσεις σε γλυπτά αρχαίας ελληνικής τέχνης, ενώ εισάγει και τη χρήση βιομηχανικών υλικών, όπως φανταχτερά βινύλ, στην πρακτική του. Το 1981 παρουσιάζει πίνακες και επιζωγραφισμένα γλυπτά στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, και έργα από τη σειρά Ημέρα και Νύχτα, στα οποία μεταπλάθει πτυχώσεις υφασμάτων ζωγραφικά, στην γκαλερί Samy Kinge. Το 1983 γνωρίζει τη Μέτα Φιλίππου και το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου την παντρεύεται. Το 1984 η Πινακοθήκη Πιερίδη οργανώνει αναδρομική του έκθεση και το 1985 παίρνει μέρος στην έκθεση Μετά την Αφαίρεση στη γκαλερί Νέες Μορφές στην Αθήνα. Το 1986 συμμετέχει επίσης σε πολλές σημαντικές ομαδικές εκθέσεις όπως Η γενιά του ’60 στην Πινακοθήκη Πιερίδη και Η Φυσιογνωμία της Μεταπολεμικής Τέχνης στη Δημοτική Πινακοθήκη της Αθήνας. Το 1988 ολοκληρώνει εικαστικό περιβάλλον στο Σύνταγμα για τα Δρώμενα ’88 του Δήμου Αθηναίων, και την κατασκευή Επιφοίτηση στην παλιά Αγγλικανική εκκλησία της Πάτρας, προκαλώντας την αντίδραση της τοπικής προτεσταντικής κοινωνίας. Τον ίδιο χρόνο δημιουργεί σκηνικά για τον Αρχοντοχωριάτη του Μολιέρου από το Μοντέρνο Θέατρο και για τα έργα Ο Χορός του Θανάτου του Στρίνμπεργκ και Έντα Γκάμπλερ του Ίψεν, που ανεβάζει το Πειραματικό Θέατρο της Μαριέττας Ριάλδη. Από το 1990 έως και το τέλος της ζωής του πραγματοποιεί πλήθος ατομικών και ομαδικών εκθέσεων και εγκαταστάσεις. Το 2007 το Μουσείο Μπενάκη διοργανώνει αναδρομική για το έργο του και το 2014 αφήνει την τελευταία του πνοή στην Αθήνα. Η ανάγκη για μια διαφορετική ανάγνωση της ελληνικής αρχαιότητας και η αγάπη του για το ελληνικό τοπίο, ιδίως τον ουρανό και τη θάλασσα, συνέβαλαν στη διαμόρφωση του προσωπικού του ιδιώματος, που χαρακτηρίζεται από τη χειρονομιακή αλλά ταυτοχρόνως αρμονική απόδοση χρωματικών αντιθέσεων και στο μυστηριακό και αρχέγονο χαρακτήρα των έργων του.

 

Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια